χριστιανικός

χριστιανικός
-ή, -ό / χριστιανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χριστιανός]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στους χριστιανούς ή στον χριστιανισμό (α. «χριστιανική θρησκεία» — ο χριστιανισμός
β. «χριστιανική ηθική» γ. «χριστιανική ἀγάπη», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «Χριστιανική Αδελφότητα Νέων», συντμ. «ΧΑΝ» — διεθνής οργάνωση με την οποία επιδιώκεται η ηθική διαπαιδαγώγηση τών νέων βάσει τών ηθικών αρχών τού Ευαγγελίου
β) «χριστιανική δημοκρατία»
i) πολιτική αντίληψη και κίνηση η οποία επιδιώκει να συνδυάσει τις δημοκρατικές αρχές με τις αξίες τής ρωμαιοκαθολικής πίστης και ηθικής και η οποία αποτελεί το ιδεολογικό και θεωρητικό υπόβαθρο πολιτικών κομμάτων διαφόρων χωρών, αλλ. χριστιανοδημοκρατία
ίί) ως κύριο όν. επίσημη ονομασία τού χριστιανοδημοκρατικού κόμματος τής Ιταλίας
γ) «Χριστιανική Ένωση Νεανίδων», συντ. «ΧΕΝ» — αδελφό προς τη ΧΑΝ σωματείο, το οποίο έχει ως σκοπό την ηθική και πνευματική ανάπτυξη τών νεανίδων, καθώς και την επαγγελματική μόρφωσή τους
δ) «χριστιανική επιστήμη»
εκκλ. θρησκευτική διδασκαλία που υποστήριζε ότι με τον φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος ο άνθρωπος απαλλάσσεται τόσο από την αμαρτία όσο και από την εσφαλμένη ερμηνεία τής σχέσης τού πνεύματος και τού σώματος τού ανθρώπου
ε) «χριστιανικοί μύθοι και θρύλοι»
(θρησκειολ.-φιλοσ.) διηγήσεις ή παραδόσεις τής Αγίας Γραφής οι οποίες αποτελούν για τον χριστιανισμό θεμελιώδεις αλήθειες πίστεως
στ) «χριστιανικός σοσιαλισμός» — κίνημα τών μέσων τού 19ου αιώνα που αποσκοπούσε στην εφαρμογή τών κοινωνικών αρχών τού χριστιανισμού στη βιομηχανική κοινωνία, αλλ. χριστιανοσοσιαλισμός.
επίρρ...
χριστιανικώς / χριστιανικῶς, ΝΜΑ, και χριστιανικά Ν
με χριστιανικό τρόπο, όπως αρμόζει στον χριστιανισμό ή σε χριστιανό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χριστιανικός — Christian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χριστιανισμό ή στους χριστιανούς: Κάθε Κυριακή απόγευμα γίνονται χριστιανικά κηρύγματα. 2. αυτός που αρμόζει στους χριστιανούς: Τον θαυμάζω για τη χριστιανική στάση του. – Ζούσαν χριστιανικά σ… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χριστιανικά — χριστιανικός Christian neut nom/voc/acc pl χριστιανικά̱ , χριστιανικός Christian fem nom/voc/acc dual χριστιανικά̱ , χριστιανικός Christian fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανικωτάτων — χριστιανικός Christian fem gen superl pl χριστιανικός Christian masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανικῶν — χριστιανικός Christian fem gen pl χριστιανικός Christian masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανικόν — χριστιανικός Christian masc acc sg χριστιανικός Christian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανικώτατον — χριστιανικός Christian masc acc superl sg χριστιανικός Christian neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Επτά κοιμώμενοι — Χριστιανικός θρύλος, αποδεκτός τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Πρόκειται για την ιστορία επτά νέων χριστιανών που έζησαν στην περίοδο του Δεκίου (201 251). Κατάγονταν από την Έφεσο και προκειμένου να αποφύγουν τους διωγμούς, κρύφτηκαν σε μια… …   Dictionary of Greek

  • χριστιανικαί — χριστιανικός Christian fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χριστιανικοῖς — χριστιανικός Christian masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”